- απονευρώνω
- -ωσα, -ώθηκα, -ωμένος, αφαιρώ ή νεκρώνω νεύρο: Ο οδοντογιατρός απονεύρωσε σήμερα το δόντι μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απονευρώνω — απονευρώνω, απονεύρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απονευρώνω — (Α ἀπονευροῡμαι, όομαι) νεοελλ. αποκόπτω, αφαιρώ τα νεύρα αρχ. παραλύω … Dictionary of Greek
εκνευρίζω — (AM ἐκνευρίζω) νεοελλ. ερεθίζω τα νεύρα κάποιου, νευριάζω κάποιον αρχ. μσν. 1. απονευρώνω 2. χαλαρώνω τις δυνάμεις, παραλύω αρχ. (μέσ. και παθ.) είμαι εξασθενημένος … Dictionary of Greek